- οὔθατα
- οὔ̱θατα , οὖθαρudderneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ούθαρ — οὖθαρ, ατος, τὸ, πληθ. οὔθατα και οὔθαρα (Α) 1. μαστός ζώου («γάλακτος οὔθατα πιδῶσιν», Θεόκρ.) 2. το στήθος τών γυναικών μαζί με τους μαστούς («πῶς ἄτρωτον οὖθαρ ἦν ὑπὸ στύγους;», Αισχύλ.) 3. φρ. «οὖθαρ ἀρούρης» μτφ. γονιμότατη, πλουσιότατη γη 4 … Dictionary of Greek
κατερύω — κατερύω, ιων. τ. κατειρύω (Α) 1. (σχετικά με πλοία) σύρω από την ξηρά στη θάλασσα, καθέλκω («τήν γε κατείρυσαν εἰς ἅλα δῑαν», Ομ. Οδ.) 2. αρμέγω («κατείρυσε οϋθατα μόσχου», Νίκ.) 3. (σχετικά με τόξο) τραβώ, τεντώνω 4. μέσ. κατερύομαι (σχετικά με… … Dictionary of Greek